- τρίδυμοι
- τρίδυμοςthreefoldmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλεξανδρίτης — Ορυκτό (BeΑl2Ο4), ποικιλία του χρυσοβηρύλλου που εντάσσεται στους πολύτιμους λίθους. Δείγμα αλεξανδρίτη, ορυκτό ποικιλίας χρυσοβηρύλλου. * * * ο (Ορυκτ.) ημιπολύτιμος λίθος, ποικιλία χρυσοβηρύλλου (Al2BeΟ4) ρομβικής συμμετρίας. Οι τρίδυμοι… … Dictionary of Greek
τρίδυμος — η, ο / τρίδυμος, ον, ΝΑ 1. αυτός που γεννήθηκε μαζί με δύο άλλους κατά τον ίδιο τοκετό 2. τριπλός 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τρίδυμα τρία παιδιά που γεννήθηκαν μαζί κατά τον ίδιο τοκετό νεοελλ. 1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι τρίδυμοι τα τρίδυμα … Dictionary of Greek
τρίδυμος — η, ο 1. τριπλός: Τρίδυμο νεύρο. 2. αυτός που γεννήθηκε με δύο άλλους στον ίδιο τοκετό. 3. το αρσ. και το ουδ. ως ουσ., τρίδυμοι οι, τρίδυμα, τα, τρία αδέρφια που γεννήθηκαν στον ίδιο τοκετό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)